ονυχογαλή

ονυχογαλή
η
ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών στο οποίο ανήκουν τρία είδη και που ονομάστηκε έτσι γιατί στο άκρο τής ουράς τών ζώων αυτών υπάρχει ένα αγκαθωτό εξόγκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychogale (< όνυχας [Ι] + γαλή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”